μέτζο
Μέτζο (Ἰ. mezzo) = ἥμισυ. Χρησιμοποιεῖται ὡς πρῶτον συνθετικὸν διαφόρων λέξεων μὲ τὴν ἔννοιαν «μισο-». «μέτζο-μέτζο» μισὸ καὶ μισό.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Μέτζο (Ἰ. mezzo) = ἥμισυ. Χρησιμοποιεῖται ὡς πρῶτον συνθετικὸν διαφόρων λέξεων μὲ τὴν ἔννοιαν «μισο-». «μέτζο-μέτζο» μισὸ καὶ μισό.