Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Αποτελέσματα αναζήτησης για γόλα

βοϊδάλετρο

το αλέτρι που το έσερναν βόδια, παλαίοτερο από το αλογάλετρο. Στο βοϊδάλετρο το σταβάρι είναι πολύ μεγαλύτερο, φτάνει ως τα κεφάλια των βοδιών και λέγεται σύβαλμα ή κέρος. Αποτελείται από δυο συνεχόμενα κομμάτια (κανονικά σύβαλμα λέγεται το δεύτερο κομμάτι, από το σταβάρι και πέρα), στερεωμένα μεταξύ τους με σιδεροστέφανα και . . . Περισσότερα

γόλα (η)

το προγούλι πυκνό δίχτυ της τράτας μετά το “ρανέλλο”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γόλα /ἡ/ (Ἰ. gola) = λιπώδης προβολὴ τῆς ὑπὸ τὸν πώγωνα χώρας, προγοῦλι, τὸ πέμπτον κατὰ σειρὰν καὶ πυκνότητα δίκτυον ποὺ προσαρμόζεται εἰς τὴν κατασκευὴν τῆς τράτας μετὰ τὸ «ριανέλλο». Tα Λευκαδίτικα – . . . Περισσότερα

γολάνα (η)

η γνωστή σε όλους εδώ λαιμαριά των ζώων. Είναι ένα περιλαίμιο δερμάτινο σε σχήμα ελλειψοειδές γεμισμένο με μαλακό χόρτο για να μην πληγώνει το στήθος και το λαιμό του ζώου. Λαιμαριές έβαναν στα ζώα όταν όργωναν, όταν αλώνιζαν, όταν άλεθαν τις ελιές στο λιτρουβειό. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – . . . Περισσότερα

ζευγιά (η)

εμπειρικό μέτρο επιφάνειας. Ζευγιά, λοιπόν, είναι το χωράφι που μπορούσε να οργώσει ένα ζευγάρι σε μια μέρα. “Τρεις ζευγιές χωράφι, όλο κι όλο”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ζευγιὰ /ἡ/ (ζεῦγος) = ἡ ἡμερησία ἐργασία, ἀρόσεως διὰ ζεύγους βοῶν ἥ ἄλλων ὑποζυγίων. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης . . . Περισσότερα

ζυγός (ο)

μέρος του αλετριού. Είναι ένα πολύ γερό κυλινδρικό ξύλο μήκους 1,50 μ. περίπου, που συνδέεται, με το σταβάρι με έναν γάντζο, που έχει στο κέντρο. Ο ζυγός τοποθετείται οριζόντια προς το σταβάρι και έχει στις δυο άκρες από έναν κρίκο στην κάθε μια. Απαραίτητα εξαρτήματα του ζυγού ειναι τα δυο . . . Περισσότερα

ζυγόσκοινα (τα)

δυο σκοινιά που ξεκινούσαν από το σημείο ζέψεως στο ζυγό και κατέληγαν και δένονταν στη λαιμαριά του αλόγου, τη λεγόμενη γολάνα. Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη

κασσαρέτο (το)

δίχτυ τράτας – έκτο κατά σειρά πυκνότητας (Λάζαρης). Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Κασσαρέτο /τὸ/ (Ἰ. cassare) = τὸ ἕκτον κατὰ σειρὰν καὶ πυκνότητα δίκτυον τῆς τράτας ποὺ εἶναι συνέχεια τῆς γόλας. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

κουλούφι (το)

μεγάλος σάκος που τον γεμίζουν με δημητριακά, είδος στρώματος ή παγερίτσου (μιντέρι). Βαλ. Φωτεινός: “Κουλούφια μεγάλοι σάκοι εντός των οποίων οι χωρικοί αποταμιεύουν σίτον” – “και δυο κουλούφια ατάραγα με γέννημα που οι φίλοι / μαζί με δυο καματερά στο ζευγολάτη εστείλαν”. Σε προικοσμ. του 1718, Νο 3 (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) . . . Περισσότερα

κωλοφωτιά (η)

το νυχτερινό έντομο πυγολαμπίς, που πετώντας αναβοσβήνει “το φωτάκι” στον πισινό του. Οι κωλοφωτιές εμφανίζονται στην εξοχή το Μάη-Ιούνιο και είναι η χαρά των παιδιών. φράση: “Έπιασα τρεις κωλοφωτιές”. Με τις κωλοφωτιές πολλά παιδιά κάνουν φωτεινά σειρήτια στα ρούχα τους. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Κωλοφωτιὰ (κωλὴ-φωτίζω) . . . Περισσότερα

μόδαλο (το)

τύπος διχτυού ψαρέματος. ‘Εχομε τους εξής τύπους κατά πυκνότητα: το κιάρο, το κόντρα κιάρο, το ριάλι, το ριανέλλο, τη γόλα, το κασσαρέτο, το μακουδέλι, το ποτσάλι. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Μόδαλο /τὸ/ (Ἀγ. modal, Ἱ. Modano, modello) = τύπος δικτύου κατὰ πυκνότητα (κιάρο, κόντρα κιάρο, ριάλι, ριανέλλο, . . . Περισσότερα

παρασποριάρης (ο)

ο εργάτης που δουλεύει δίπλα στο ζευγολάτη, σκαλίζοντας, και σε ανταπόδοση δεχόταν ένα παρασπόρι. (Γεωργικά της Λευκάδας, σελ. 33-34).

Φωτόψωμα

Τα ψωμιά που έκοβαν στο γιορτινό τραπέζι την ημέρα των Φώτων. Το ετοίμαζαν την παραμονή της γιορτής των Φώτων. Στα χωριά που φτιάνουν Χριστόψωμο για το ζευγολάτη, φτιάνουν κι ένα αντίστοιχο Φωτόψωμο. Κι επειδή είναι αφιέρωμα στο ζευγάρι και στην ευφορία των καρπών, για τούτο το κόψιμο τους γίνεται τελετουργικά . . . Περισσότερα

χερουλάτης (ο)

η λαβή του ξύλινου, του Ησιόδειου, αλετριού ΒΑΛ., Φωτεινός, Α΄:”Ο χερουλάτης έφαγε τ΄ άχαρα δάχτυλά μου …”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης   “Ο χερουλάτης, έφαγε ΄ άχαρα δάκτυλά μου” (Φωτεινός Α’ 3). Εξηγεί ο ίδιος ο Βαλαωρίτης: ” το μέρος του αρότρου το δια της χειρός . . . Περισσότερα

Χριστόψωμο ή Χριστοκούλουρο

Χριστοψώματα. Ξτόψωμα ή Ξτοκούλουρα Το ψωμί των Χριστουγέννων. Το “καλό ψωμί”, το έλεγαν έτσι γιατί συγκριτικά με το καθημερινό τους, ήταν πολύ καλύτερο. Το ζύμωναν με καθάριο αλεύρι από σιτάρι και κοσκινισμένο με ψιλή σήτα –μεταξόσητα. Η μάνα ή η μεγαλύτερη αδερφή, σκυμμένη στο ζυμωτάρικο σκαφίδι την προ-παραμονή των Χριστουγέννων . . . Περισσότερα