τριγγόνι (το)
το τρισέγγονο
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τριγγόν(ι) /τὸ/ (τρὶς ἔγγονος) = τὸ τέκνον τοῦ δισεγγόνου, τὸ τρισέγγονον.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Τριγγόνι = τό τρισέγγονο.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής