του ριχτού
φράση που χρησιμοποιείται προκειμένου να δηλωθεί το πολύ τρέξιμο των φορτηγών ζώων, ιδίως των αλόγων. “Τ΄ άλογο έτρεχε του ριχτού, κι αυτός κινδύνευε να πέσει, ο απρόσεχτος” – “Ερχόνταν του ριχτού και τα δύο ζώα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τοῦ ρ(υ)χτοῦ (ρύω, ἐρύω, ρυτὴρ) = ἀπὸ ρυτῆρος, ἐν καλπασμῷ.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης