σαλαγάω
παρακινώ το κοπάδι γιδιών και προβάτων κ.λπ. να πάνε στην κατεύθυνση που θέλω.
Το σαλάγισμα γίνεται με ειδικά φωνητικά παρακελεύσματα, με σφυρίγματα ή άλλους τρόπους, όπως με λιθαριές και χτυπήματα μεταλλικών δοχείων, τενεκέδων κ.λπ.
Άγγ. Σικελιανός, Αλαφρ. ΙΙΙ, 370: “να σαλαγάς τα κύματα / με τη χλωρή φλογέρα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σαλαγάω (σαλαγέω) = παρακελεύω ζῷα πρὸς ἀλλαγὴν κατευθύνσεως ἢ προχώρησιν. «σαλάγα τὰ γίδια κατ᾿ ἀπάνου».
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Σαλαγάω κτυπῶ τὸ ζῷον νὰ προπατῇ – φρ. σαλάγα νὰ πᾶμε.
Σαλαγάω § ἐλαύνω, διοικῶ, προωθῶ, κυρ. ἐπὶ ποιμνίου.
Σημ. Αὐτὸ τὸ ἀρχαῖον Σαλαγέω, τὴν λ. μεταχειρίζονται οἱ χωρικοί.