βιράρω
τραβώ, σύρω, ανυψώνω (ναυτικά παραγγέλματα)
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Βιράρω (Ἰ. virare) = γυρίζω, στρέφω, ἕλκω, ἀνυψῶ, προσπαθῶ ἐπίμοχθον μετακίνησιν πράγματος.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
τραβώ, σύρω, ανυψώνω (ναυτικά παραγγέλματα)
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Βιράρω (Ἰ. virare) = γυρίζω, στρέφω, ἕλκω, ἀνυψῶ, προσπαθῶ ἐπίμοχθον μετακίνησιν πράγματος.