πατίνα ή πάτνα (η)
βερνίκι για τα παπούτσια, πουλιόταν και χύμα.
πατινάρω = βερνικώνω παπούτσια.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πάτ(ι)να /ἡ/ (Ἰ. Patina) = βερνίκι ὑποδημάτων εἰς χῦμα.
Πατ(ι)νάρω (Ἰ. patinare) = βερνικώνω ὑπόδημα.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης