παρανομιά (η)
παρανομία, παράβαση.
μτφρ. σημαίνει τον κακό άνθρωπο, το στριμμένο, τον κακόβουλο.
“Ασ΄την παρανομιά …”, δηλ. αυτήν την κακή γειτόνισσα.
“Αυτός δα είναι μια παρανομιά”.
Επίπληξη: “Μπα, κακομοίριας σ΄ και παρανομιάς σου!”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Παρανομ(ν)ιὰ /ἡ/ = παρανομία, ἁμαρτία, δυστυχία, λαχτάρα, ἀγάπη.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Παρανομνιά καί παρανομιά = λέγεται ὅπως (δυστυχία μου καί παρανομιά μου).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής