κόρπο (το)
το σώμα διαφόρων εγγράφων, σύνολο ομοειδών αντικειμένων. “Όλα αυτά τα αντίγραφα θα τα δέσω σε σώμα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κόρπο /τὸ/ ἀρχ. (Ἰ. corpo) = σῶμα, κείμενον.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης