ξεκάνω
- πουλάω ένα κινητό ή ακίνητο περιουσιακό στοιχείο. “Το ξέκαμα το κοπάδι μου, γιατί δε μου απέδιδε μεγάλο κέρδος” – “ξέκαμα το αμπέλι” = το πούλησα.
- εχθρεύομαι μέχρι θανάτου κάποιον, σκοτώνω. Απειλή: “Κάτσε φρόνιμα γιατί θα σε ξεκάμω”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ξεκάνω (ἐκ-κάμνω) = ἐκποιῶ, ἀπαλλοτριῶ, ἐξαφανίζω, καταστρέφω.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Ξεκάνω: ρ. κάμνω (κάματος), (εκ+κάμνω) = εκκάμνω, αποκάμνω, εντελώς παραλύω.
Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα