ξεβέλασμα (το)
ο τιποτένιος, ο ανήθικος, ο άνανδρος.
Η λέξη αποτελεί βρισιά: “Μωρέ ξέβέλασμα του κεράτα, με μένα θα τα βάλεις τώρα;”
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ξεβέλασμα = ξέρασμα, βρισιά, πού σημαίνει καί ἀπόβρασμα.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής