αλυχτάω
- γαβγίζω, φωνάζω δυνατά και συνήθως μάταια. “Αλυχτούν τα σκυλιά, σεισμό θα κάμει.” – “Αλύχτησαν οι σκύλοι κι έδιωξαν τους κλέφτες από το χωριό”.
- μτφρ. σε ανθρώπους: “Τι αλυχτάς έτσι, μας κούφανες. Σε πείραξε κανένας;”
κατάρα: “Να σε δω να αλυχτάς και να μην πονέσει η ψυχή μου”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἁλ(υ)χτάω: ὑλακτῶ, γαυγίζω, ἐπικαλοῦμαι ἢ συμβουλεύω ματαίως.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
GRIGORIOS MOUDIRIS -
Όταν ουρλιάζουν τα Σκυλιά
Σαν Γαβγίζουν πένθιμα
Όπως οι Λύκοι όταν είναι στο δάσος και καλούν τους Συντρόφους τους για Συνέλευση!