μπότσα (η)
ξύλινο ή πήλινο σκεύος για αποθήκευση και μεταφορά του κρασιού. Είχε σχήμα σφαιρικό περίπου, χωρίς λαιμό, με πλατύ στόμιο. Υπήρχαν και δερμάτινες μπότσες για την ίδια χρήση.
Η μπότσα χρησίμευε και ως μέτρο χωρητικότητας υγρών, κυρίως για το μούστο. Χώραγε 2 οκάδες, υπήρχαν και άλλες που χώραγαν 1 καρτσούτσο και τις έλεγαν καρτσουτσάρικες. Σε καταγραφή περιουσίας του 1724 διαβάζομε: ” … και μια μπότζα”, 1765: “δύο μισόμποτζες”. Σε άλλη του 1706: “και μία μποτσοπούλα”, 1725: “μπότζες καρτσουτζιάρικες τρεις”. (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας, Νο 271 και 63).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μπότσα /ἡ/ (Ἀλ. bότσε-α) = φιάλη, μπουκάλα.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης