αἰμασιά (ἡ)
φράχτης ἤ τειχίον ὑπαιθρίου χώρου, (ΑΡΧ. Ἰωνικά αἰμα-σίη).
Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου
Ετυμολογική σημείωση:
όχι από τον ιωνικό τύπο, αλλά από τον ομόγραφο αττικό τύπο αἰμασιά. Συνήθως προφέρεται αιμασά στα λευκαδίτικα
(Π.Γ. Κριμπάς)