καζαντίζω
αποκτώ ευπορία, κερδίζω, πλουτίζω.
φρ.: “Απο τέτοια δεν καζαντίζ’ κανένας” – “Πάρ’ τα εσύ να καζαντίσεις” – “Μ’ένα κιλό ψάρια θα καζαντίσω; Με καταριέσαι… ;”
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Καζαντίζω (Τ. καζὰνδζ) = κερδίζω πολλά, εὐπορῶ, πλουτίζω.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Προέρχεται από το τούρκικο kazanmak, κερδίζω. Και η καζάντια. Ο Μακρυγιάννης στα “Απομνημονεύματά” του αναφέρει χαρακτηριστικά: “ήταν εκεί κι ένας αξιωματικός του Γκούρα, αγαπημένος του, και τον καζάντισε τόσα χρήματα αυτόν” (σελ. 235). Δηλ. τον πούλησε.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης