φουριόζος -α -ο
ορμητικός, βιαστικός, βίαιος
“Άντε, άντεεεε…, πολύ φουριόζο σε βλέπω σήμερα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Φουριόζος -α -ο (Ἰ. furioso) = μανιώδης, βιαστικός, ὁρμητικός.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης