μανουσάκι -ια
το εύοσμο φυτό αγιούλι -ίον το εύοσμον- , αλλά και το κοσμητικό φυτό νάρκισσος.
Δημ. Τραγ. : “Εμένα η μάνα μ΄ μ΄ έστειλε να μάσω μανουσάκια / και βγήκα και τα μάζωξα και τα ΄κανα ματσάκια / μόσχος και γαρουφαλάκια. / Μανουσάκια στο ποτήρι / βάλσαμος στο παραθύρι. Μανουσάκια δυο βεργούλες / αγαπώ δυο κοπελούδες¨.
Θ.Γ -
Δεν νομίζω πως είναι Λευκαδίτικη λέξη, είναι λέξη του Ξηρόμερου, στην Λευκάδα τις λέμε βιολέτες η Φ(ι)στίνες