Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Αποτελέσματα αναζήτησης για βάρσαμος

αγριοβάρσαμος (ο)

άγριος δυόσμος – μυριστικό ευώδες και ιαματικό. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ετυμολογική σημείωση: Από το άγριος + βάρσαμος (< βάλσαμος), με τη γνωστή σε όλα τα Επτάνησα τροπή /l/ > /r/ πριν από σύμφωνο (στη Λευκάδα το φαινόμενο είναι πια υπολειμματικό). (Π.Γ. Κριμπάς)

βάρσαμος (ο)

φυτό ευώδες, κοινώς βάλσαμο. Γνωστό και κατά την αρχαιότητα “ως γενικόν φάρμακον”. Μτφ: καθετί που μας αλαφρύνει τους πόνους και τις θλίψεις. Θεραπευτικά: Όταν είχαν πόνους στην κοιλιά έβραζαν βάρσαμο με μέντα και αλιφασκιά και περνούσε. Μοιρολόγι: “Βάλτε στον πάτο βάρσαμο / στις πάντες μαντζουράνα / και στην κορφή αμάραντο . . . Περισσότερα

λυγιά (η)

το δέντρο λυγαριά. Τα φύλλα της λυγιάς έχουν θεραπευτικές ιδιότητες: “Έπαρε, ιατρέ, της λυγαριάς τα φύλλα και κοπάνησέ τα καλά, έπειτα βάλε βούτυρον, το αρκούν, να γένει ωσάν αλοιφή και άλειφε συχνά τες άνωθεν ασθένειες (εις λειχήναν και εις φλεματζιόνες διδύμων και εις έτερες σκληροσύνες του σώματος, τες θεραπεύει) και υγιαίνουσι” . . . Περισσότερα

μάλτζαμο (το)

το ευώδες και ιαματικό “μυριστικό” βάρσαμος – βάλσαμος. Ένα γιατροσόφι λέγει: “Περί την φάγουσαν. Να πάρεις κοιλιά από αλουπού, να βάλεις δις (γρ. ιδίς) από αυτήν, και έτερον: πάρε ρίζα από αγούζαν και πλύνε τα καλά, βράστα με κρασί να μείνει το τρίτον και πλύνε την πληγήν και βάλε μπάλτζαμον . . . Περισσότερα