σαλάγϊσμα (σαλάϊσμα ) 11 Νοέ, 2017 Σ 0 Σχόλια 0 Σαλάγϊσμα (Σαλάϊσμα )/τὸ/ (σαλάγη) = παρακέλευσις πρὸς ζῷον. βλ. καί σαλαγάω