Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

περπέρης -ω

δραστήριος, αεικίνητος, λαλίστατος, κομψός.
“Ναι περπέρω μου, ναι” – “Άσ΄ τηνε αυτήνη την περπέρω”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Περπέρ(ης) (πέρπερος, Λ. perperus) = πολύπειρος, δραστήριος, ζωηρός.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.