λιογκάρι (το)
το όργανο ταμπουράς, έγχορδο μουσικό λαϊκό όργανο.
φράση: “Η κοιλιά του βαράει ταμπουρά από την πείνα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λιογκάρι /τὸ/ (Ἀλ. jονγάρ-ι) = ταμπουρᾶς, μπουζοῦκι.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης