ποτζέρνω
Ποτζέρνω βλ. λ. ποτζάρω (ὁ τύπος οὗτος ἔχει κυρίως τὴν ἔννοιαν τοῦ διατειχισμοῦ, τοῦ κλυδωνισμοῦ πρὸς τὰ πλάγια).
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Ποτζέρνω βλ. λ. ποτζάρω (ὁ τύπος οὗτος ἔχει κυρίως τὴν ἔννοιαν τοῦ διατειχισμοῦ, τοῦ κλυδωνισμοῦ πρὸς τὰ πλάγια).