λεχάρι (το)
ωραίος, καμαρωτός, σωματώδης άνθρωπος, αλλά και γενναίος. “Είναι λεχάρι, παλικάρι, θεριό”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λεχάρ(ι) /τὸ/ (Ἰ. leccare) = ἡδονικός, εὐχάριστος, ἀπολαυστικός.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Λεχάρι = νέος ἀκμαῖος καί πολύ ἀδύνατος, θηρίο, αὐτός εἶναι λεχάρι, (εἶναι θεριό).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
Από βόα του Μεγανησίου:
” Βόα της τράτας
Μια τράτα ετσουμάρνησε από το Σπαρτοχώρι
Τη συμπληρώσαν δυο παιδιά από το Κατωμέρι
Η τράτα αυτή ήτανε του γέρο-Κονιδάρη (του Σκαμπανέα)
είχε το γέρο Μουστακλή στην πλώρη σαν λεχάρι!
Με βόα ξεκινήσαμε για τον Αμβρακικό
στην Κόπραινα εφτάσαμε κι εκάμαμε χωριό!
Πρωί εξεκινήσαμε να πάμε για δουλειά,
στη σπιάτζα εκαλάραμε και στο φανάρι μια (καλάδα),
του τρατολόου το βρέξιμο είναι μεγάλο χάλι
άσπριζε αυτός ο σάκος μας μαζί και το πετσάλι.
Άσπριζε σαν τον Όλυμπο με τα πολλά τα χιόνια
που κατοικούσανε θεοί τα παλαιά τα χρόνια”
Μπολίτσα στο χρόνο