σγρούμπαλο
Σγρούμπαλο /τὸ/ (Ἰ. scroffola) = συμπύκνωμα, τοπικὴ σκληρία μαλακοῦ πράγματος, ἐπιφανειακὴ ἀνωμαλία.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Σγρούμπαλο /τὸ/ (Ἰ. scroffola) = συμπύκνωμα, τοπικὴ σκληρία μαλακοῦ πράγματος, ἐπιφανειακὴ ἀνωμαλία.