παρασάντος 31 Μαρ, 2017 Π 0 Σχόλια 0 Παρασάντος /ὁ/ (παρὰ-Ἰ. sano-sanita) = πεπηρωμένος, ἀνάπηρος, καχεκτικός, δύσμορφος.