ξε
Ξε. Ἡ πρόθεσις ἐκ καὶ ἐξ ὡς πρῶτον συνθετικὸν λέξεων ἀρχομένων ἀπὸ συμφώνου.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ξὲ πρόθ. εὔχρ. ἐν συνθέσει, § ἐξ. Π. ξεφεύγω = ἐκφεύγω.
Σημ. Ἐγένετο κατὰ μετάθεσιν. Οἱ Κύπριοι λέγ. ξη· ὡς ξηβοτανίζω ἀντὶ ξεβοτανίζω (Φιλίστ. Δ’. 433).