λωβιάζω
Λωβιάζω (λωβάω) = πάσχω ἐκ λέπρας ἢ ἄλλου ἀνιάτου νοσήματος, καθίσταμαι ἀπροσπέλαστος λόγῳ ρυπαρότητος.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Λώβα ή λωβή είναι η λέπρα. Λέμε: ελώβιασε, απ΄ την ακαθαρσία. Και στους βυζαντινούς, λώβα,, είδος λέπρας. Δεν ξέρω αν το Κατωποδέικο παρατσούκλι Λόβλος σχετίζεται.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Δημήτρης -
Γειά. Πολύ σωστά τα λέτε.