θάμαρη (η)
τρόμος και απόγνωση.
φράση: “Τον έπιασε η θάμαρη κι επήε και γκρεμίστηκε στο βράχο της Λαγκάδας”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Θάμαρη /ἡ/ (θεόμορος, θάομαι, θάμβος) = τρόμος, θάμβος, ἀπόγνωσις, ἀπελπισία. «τὸν ἐπῆρ’ ἡ θάμαρη κι’ ἔπεσε κι’ ἐπνίγκε».
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης