Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σταγκάρω

Σταγκάρω (Ἰ. stangare) = κτυπῶ τὴν κεφαλὴν τῆς ἐμπηχθείσης καρφίδος μὲ τὸν ζουμπᾶν διὰ νὰ εἰσχωρήσῃ εἰς τὴν σανίδα.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.