Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

λάτα (η)

  1. ο τενεκές πετρελαίου -ορθογώνιο δοχείο- χωρητικότητας 17 κιλών.
  2. φύλλο λευκοσίδηρου.
  3. κουβάς αντλήσεως νερού από το πηγάδι. φρ.: “Έκαμα τρεις λάτες φακή και 5 λάτες λαθύρια” – “Πάρε τη λάτα και το χωνί να φέρεις νερό από το πηγάδι με τη βαρέλλα”

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Λάτα /ἡ/ (Ἰ. latta) = φύλλον λευκοσιδήρου, δοχεῖον πετρελαίου τῶν 15-17 χιλ/μων, κουβᾶς ἀντλήσεως ὕδατος.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


λάτα (ἡ): τενεκεδένιο δοχεῖο γιά μεταφορά ὑγρῶν, (IT. latta).

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.