τσούκα
Τσούκα /ἡ/ (Ἀλ. Β. τσούκ, Τ. τσúκ) = τὸ ἀνδρικὸν πέος (λέγεται μόνον ἐν τῇ φράσει: «τσούκα μ’ ματσούκα μ’»), δηλωτικὴ περιφρονήσεως καὶ ἀδιαφορίας.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Τσούκα /ἡ/ (Ἀλ. Β. τσούκ, Τ. τσúκ) = τὸ ἀνδρικὸν πέος (λέγεται μόνον ἐν τῇ φράσει: «τσούκα μ’ ματσούκα μ’»), δηλωτικὴ περιφρονήσεως καὶ ἀδιαφορίας.