τροπώνω
η λέξη χρησιμοποιείται στο ράψιμο των ρούχων από τους ράφτες και μοδίστρες και σημαίνει: ράβω πρόχειρα ώσπου να δώσω στο ρούχο μια οριστική μορφή
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τροπώνω (τρύω, τρυπάω) = ράπτω ἀραιῶς καὶ προχείρως πρὸς διευκόλυνσιν τῆς ὁριστικῆς ραφῆς, τρυπώνω.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης