τρατάρω καί τρατέρνω
Τρατάρω καί τρατέρνω (Ἰ. trattare) = προσφέρω ἀναψυκτικὸν ἢ γλύκισμα.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Τρατάρω: κερνάω, και τα τραταμέντα = τα κεράσματα. Ο τράφηξ –ηκος είναι η δοκός, η σανίς ή το τεμάχιον ξύλου, ο δίσκος σερβιρίσματος. Τα τραταμέντα είναι τα φερόμενα επί του δίσκου, τα κεράσματα. Υπάρχουν και οι τύποι τράπηξ, τρόπηξ, τροφής, εξ ου και το λατ. trabs, (Λεξ. Liddell-Scott).
Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα