αμόντε (επίρρ.)
στα παιγνιόχαρτα = μοιράζομε τα χαρτιά απ΄ την αρχή. “Πάμε αμόντε”.
μτφρ.: “Αυτός πάει αμόντε”, δηλ. καταστράφηκε.
“Οι εκλογές πάνε αμόντε” (αναβάλλονται).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀμόντε: /ἐπίρ./ (Ἰ. ammontare, ammonto) = ἐν ἐπισσωρεύσει, προσθετικῶς, ἐν στάσει.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Χαρτοπαικτικός όρος. Η λέξη είναι ιταλική και σημαίνει κατά λέξη, στα βουνά και μεταφορικά, εις μάτην, στα χαμένα. Monte είναι το βουνό και το χαρτοπαίγνιο με το α (amonti, επίρηημα), σωρός από σκάρτα χαρτιά (Λεξικό Mandeson).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης