Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

θιαμαίνομαι

παραξενεύομαι για κάτι, απορώ με κάτι που λέει κάποιος. Λέμε: “Σε θιαμαίνομαι, Χριστιανέ μου”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Θιαμαίνομαι (θαῦμα) = θαυμάζω, ἐκπλήσσομαι δι’ ἀπροσδόκητον εὐεξίαν ἢ προκοπήν, βασκαίνω.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.