θιαμαίνομαι
παραξενεύομαι για κάτι, απορώ με κάτι που λέει κάποιος. Λέμε: “Σε θιαμαίνομαι, Χριστιανέ μου”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Θιαμαίνομαι (θαῦμα) = θαυμάζω, ἐκπλήσσομαι δι’ ἀπροσδόκητον εὐεξίαν ἢ προκοπήν, βασκαίνω.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης