αναι(γ)ώνιος
αιώνιος, αχάλαγος, πολύ γερός
“Αυτό το υφαντό είναι αναιγώνιο”, δεν χαλάει. “Αυτά είναι αναιγώνια πράγματα”, μεγάλης αντοχής και διάρκειας.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀναιώνιος -α -ο: (ἄνω-αἰώνιος) = ἄφθαρτος, ἀνθεκτικός, διηνεκής.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης