τερίνα
Τερίνα /ἡ/ (τυρὸς) = τυριέρα, πιατέλλα ποὺ βάζουν τὸ τυρί.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Και ντερίνα.
Πρόκειται για το γνωστό σκεύος κουζίνας, εμαγέ συνήθως, βαθύ και ευρύχωρο, παραλληλογράμμου σχήματος, με γείσο γύρω-γύρω. για να πιάνεται. Χρησιμοποιούνταν για μαγειρεμένο φαγητό ή την ανάμειξη υλικών για τα “γεμιστά”.
Ο Λάζαρης το ορίζει ως σκεύος που χρησιμοποιείται για την τοποθέτηση τυριού (τυριέρα). Το σκεύος όμως αυτό (η ντερίνα) είναι ευρύτερης χρήσης και περιέργως ο Κοντομίχης δεν το συγκαταλέγει τα σκεύη του λευκαδίτικου νοικοκυριού, ούτε στο λεξικό του.
Εμείς στο χωριό την ντερίνα δεν την είχαμε για τυριέρα ή τυραθήκη. Γι αυτό ήταν η τσανάκα ή άλλο (πήλινο συνήθως) δοχείο. Βέβαια η λέξη σχετίζεται με το τυρί, το οποίο άλλωστε προφέρεται τερί, εξ ου και τερί-να, ντερίνα. Η διαφορά βρίσκεται στο είδος του σκεύους, όπως το εννοεί ο Λάζαρης κι εμείς στο χωριό.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης