στρουμέντο
Στρ(ου)μέντο /τὸ/ (Ἰ. strumento) = ἐργαλεῖον, βοήθημα τέχνης.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
στρουμέντο : ἐργαλεῖον, βοήθημα τέχνης, (IT. strumento).
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Στρ(ου)μέντο /τὸ/ (Ἰ. strumento) = ἐργαλεῖον, βοήθημα τέχνης.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
στρουμέντο : ἐργαλεῖον, βοήθημα τέχνης, (IT. strumento).
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου