Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

στειψά (η)

  1. η δουλειά που χρειάζεται για να στείψουν στη μηχανή του παλιού λιτρουβειού με τα τσόλια ποσότητα ελαιόκαρπου, που δεν υπερβαίνει τους 10-15 τενεκέδες καρπού. “Έκαμα μια στειψά ελιές πρώιμα”
  2. στειψά = ποσότητα ελαιοκάρπου που στείβεται.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Στ(ει)ψὰ /ἡ/ (στείβω) = ἡ ἐργασία ποὺ χρειάζεται διὰ τὴν ἔκθλιψιν ἑνὸς στείμματος ἐλαιοκάρπου εἰς τὸ ἐλαιοτριβεῖον.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.