στειψά (η)
- η δουλειά που χρειάζεται για να στείψουν στη μηχανή του παλιού λιτρουβειού με τα τσόλια ποσότητα ελαιόκαρπου, που δεν υπερβαίνει τους 10-15 τενεκέδες καρπού. “Έκαμα μια στειψά ελιές πρώιμα”
- στειψά = ποσότητα ελαιοκάρπου που στείβεται.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Στ(ει)ψὰ /ἡ/ (στείβω) = ἡ ἐργασία ποὺ χρειάζεται διὰ τὴν ἔκθλιψιν ἑνὸς στείμματος ἐλαιοκάρπου εἰς τὸ ἐλαιοτριβεῖον.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης