αν(η)φορά (η)
το αντίδωρο, μικρό κομμάτι λειτουργιάς που προσφέρει ο ιερέας στο τέλος της λειτουργίας, σε όσους εκκλησιάσθηκαν. (ανηφορά)
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀν(η)φορὰ: /ἡ/ (ἀνὰ-φορὰ) = τὸ ἀντίδωρον, τὸ διδόμενον κατὰ τὴν ἀπόλυσιν τῆς θείας λειτουργίας ὑπὸ τοῦ ἱερέως εἰς τοὺς ἐκκλησιασθέντας τεμάχιον ἄρτου.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ἀνηφορά = ἀντίδωρο πού δίδεται μετά τή Θεία Λειτουργία.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής