σπ(ι)ρτάλιο 03 Μάι, 2017 Σ 0 Σχόλια 0 Σπιρτάλιο /τὸ/ (Ἰ. ospedale) = νοσοκομεῖον, πτωχοκομεῖον, ἐκθετοτροφεῖον, γηροκομεῖον.