Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σγαρλίζω ή σγαλίζω και σγαρλάω

ξεσχίζω, ψαχουλεύω, κακοποιώ κάτι.
Συνήθως το χρησιμοποιούμε με την πρόθεση εκ (εξ) μπροστά. Π.χ. “μου ξεσγάλισε το χέρι” = με ξέσκισε. “Εξεσγάλισε το δεντράκι” = το ξεσκάλισε.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Σγαρλάω καί  Σγαρλίζω (Ἰ. scarnare) = ξεσχίζω, σκαλίζω ἀνωμάλως.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


Σγαρλάω = ψαχουλεύω κάτι νά βρῶ σέ πράγματα πού κάνουν θόρυβο.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Απόσπασμα από δημοτικό τραγούδι. (παραλλαγή Μεγανησίου)

” Ας το πούμε ένα
Ένα είναι το αηδόνι, τ΄ άλλο το μπιρμπίλι, π΄  όρχεται τον Απρίλη κι όλο το Μάη λαλεί.
Ας το πούμε δύο.
Δύο πέρδικες γραμμένες, γραμμένες πλουμισμένες, μες τα πλάγια οι καημένες.
Σκάφτουνε, σγαρλίζουνε και ξαμανζαρλίζουνε.
Ένα είναι το αηδόνι, τ΄ άλλο το μπιρμπίλι, π΄  όρχεται τον Απρίλη κι όλο το Μάη λαλεί …”

Μπολίτσα στο χρόνο

βλ. και ζγαρλεύω

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.