σγαρλίζω ή σγαλίζω και σγαρλάω
ξεσχίζω, ψαχουλεύω, κακοποιώ κάτι.
Συνήθως το χρησιμοποιούμε με την πρόθεση εκ (εξ) μπροστά. Π.χ. “μου ξεσγάλισε το χέρι” = με ξέσκισε. “Εξεσγάλισε το δεντράκι” = το ξεσκάλισε.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σγαρλάω καί Σγαρλίζω (Ἰ. scarnare) = ξεσχίζω, σκαλίζω ἀνωμάλως.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Σγαρλάω = ψαχουλεύω κάτι νά βρῶ σέ πράγματα πού κάνουν θόρυβο.
Απόσπασμα από δημοτικό τραγούδι. (παραλλαγή Μεγανησίου)
” Ας το πούμε ένα
Ένα είναι το αηδόνι, τ΄ άλλο το μπιρμπίλι, π΄ όρχεται τον Απρίλη κι όλο το Μάη λαλεί.
Ας το πούμε δύο.
Δύο πέρδικες γραμμένες, γραμμένες πλουμισμένες, μες τα πλάγια οι καημένες.
Σκάφτουνε, σγαρλίζουνε και ξαμανζαρλίζουνε.
Ένα είναι το αηδόνι, τ΄ άλλο το μπιρμπίλι, π΄ όρχεται τον Απρίλη κι όλο το Μάη λαλεί …”
Μπολίτσα στο χρόνο
βλ. και ζγαρλεύω