πομπιεμένος -η -ο
Πομπιεμένος -η -ο (πομπεύω) = δύσφημος, ἀνήθικος, ἀτιμασμένος. βλ. καί πομπισμένος
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Πομπιεμένος -η -ο (πομπεύω) = δύσφημος, ἀνήθικος, ἀτιμασμένος. βλ. καί πομπισμένος