Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

πίπολα

Πίπολα /ἡ/ (Ἰ. pippare) = τεχνητὸν θήλαστρον βρέφους, σωληνίσκος πρὸς ἀναρρόφησιν ὑγρῶν (εἰς τὴν χημείαν καὶ φαρμακευτικήν).

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.