πιατσαρόλος 05 Απρ, 2017 Π 0 Σχόλια 0 Πιατσαρόλος /ὁ/ (Ἰ. piazzaiuolo) = περιπατητὴς τῆς ἀγορᾶς, ἄεργος, χασομέρης.