πιάνει
το ρήμα λέγεται σε πολλές και διαφορετικές περιπτώσεις.
Λέμε: ‘Έπιασε η βροχή” – “Έπιασε το κέντρωμα” – “Έπιασε το δεντράκι που φυτέψαμε” = ριζοβόλησε, πέταξε φύλλα. “Έπιασε τη θέση αλλουνού” – “Έπιασε καλό πόστο” – “πιάστηκαν στο ξύλο” – “Πιάστηκαν τα πόδια μου” – Έπιασα καλό χαρτί” – “Πιάσαμε τα έξοδά μας” – “Τα λόγια μου έπιασαν τόπο” – “Έπιασα ένα μαστέλο νερό” κ.ά.
Δημ. Τραγ. Λευκάδας στο “Τραγούδι του Αργύρη”: “Με Κούρτη φίλο μην πιαστείς και μπέσα μη του δώσεις / γιατ΄ είναι ο Κούρτης άπιστος, πατράλας ψωμοπάτης“.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πιάν(ει) (πιάζω; Ἰ. piove -re) = προσαρμόζεται, ἐφαρμόζει, ἀρχίζει νὰ βρέχῃ.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης