πέτσωμα (τό)
πέτσωμα (τό): ἡ ἐπικάλυψη του ξύλινου σκελετοῦ μέ λεπτές σανίδες, ὅπως ἀκριβῶς γίνεται καί στήν ναυπηγική.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
πέτσωμα (τό): ἡ ἐπικάλυψη του ξύλινου σκελετοῦ μέ λεπτές σανίδες, ὅπως ἀκριβῶς γίνεται καί στήν ναυπηγική.