Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

παρταμέντο (το)

διαμέρισμα, πάτωμα, όροφος.
φράση: “Μένω στο δεύτερο παρταμέντο”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Παρταμέντο /τὸ/ (Ἰ. appartamento) = ὄροφος, διαμέρισμα ἀνώγειον, οἰκία πολλῶν δωματίων.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


παρταμέντο (τό): ὄροφος, διαμέρισμα ἀνώγειο, (ΒΕΝ. appartamento).   

Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.