νιόκος (ο)
ζυμαρικόν σε μέγεθος κόκκου ρυζιού ή φακής, αλλιώς κριθαράκι.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Νιόκκος /ὁ/ (Ἰ. nocciolo;) = τὸ ζυμαρικὸν κριθαράκι.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Νιόκος = τό ζυμαρικό (κριθαράκι).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής