τσιτζ(ι)λόμος (ο)
ο εκλεκτικός στο φαγητό του, αυτός που τρώει λίγο χωρίς όρεξη.
“Α, έχω και το νοικοκύρ΄μου π΄δεν τρώει ό,τι κι ό,τι είναι τσιτζλόμος”.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
ο εκλεκτικός στο φαγητό του, αυτός που τρώει λίγο χωρίς όρεξη.
“Α, έχω και το νοικοκύρ΄μου π΄δεν τρώει ό,τι κι ό,τι είναι τσιτζλόμος”.